εὐδιαχώρητος

εὐδιαχώρητος
εὐδιαχώρητος
easy to digest and pass
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ευδιαχώρητος — εὐδιαχώρητος, ον (Α) (για τροφές) εύπεπτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + διαχωρητος (< διαχωρώ), πρβλ. α διαχώρητος, δυσ διαχώρητος] …   Dictionary of Greek

  • εὐδιαχώρητον — εὐδιαχώρητος easy to digest and pass masc/fem acc sg εὐδιαχώρητος easy to digest and pass neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐδιαχωρητότερος — εὐδιαχώρητος easy to digest and pass masc nom comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευέκκριτος — εὐέκκριτος, ον (Α) (για τροφή) αυτός που εκκρίνεται εύκολα από το σώμα, ο ευδιαχώρητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + έκ κριτος (< εκ κρίνω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”